Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 13 Ιανουαρίου 2016 23:13

Ο Γρηγόρης Σακαλής και η υποστασιοποίηση της ποίησης

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Tου Σίμου Ανδρονίδη

 

«Κάθε φορά που αγκομαχάω στη ζωή πάει ο νους μου στην Ποίηση σκέφτομαι τους μεγάλους ποιητές Σαχτούρη, Καρούζο, Κατσαρό παίρνω κουράγιο από τις μορφές τους και συνεχίζω βήμα-βήμα όχι να τους φτάσω όχι να τους μοιάσω αλλά να πάρω λίγο οξυγόνο λίγη δύναμη για τη ζωή που τόσο έγινε άνοστη κι ανούσια και η Ποίηση πάντα κάνει το θαύμα της  γλυκαίνει τον πόνο ανοίγει με το φως της ένα μονοπάτι». (Γρηγόρης Σακαλής, ‘Θαύμα’).

Ο Ναουσαίος ποιητής Γρηγόρης Σακαλής με την τελευταία του ποιητική συλλογή που έχει τον εύγλωττο τίτλο ‘Κυτίο Κρυφών Ονείρων’ μας δίνει την αφορμή να στοχαστούμε για άλλη μία φορά για τον σύγχρονο, τον συγκαιρινό ρόλο της ποίησης. Στο ‘κυτίο των κρυφών ονείρων’ ο ποιητής προσδίδει βασικό ρόλο πρωταγωνιστή στην ποίηση, η οποία, όχι απλά απαλύνει τις πληγές, αλλά ωθεί σε μία ολική αντίληψη και πρόσληψη του γίγνεσθαι. Με αυτόν τον τρόπο αναδύεται μία ολιστική μορφή ποίησης, που κάθε φορά θρυμματίζει τις αντιφάσεις και την ενδεχομενικότητα του βίου, τις αντικειμενικές όψεις της πραγματικότητας, τις πτυχές που καθορίζουν την πρόσληψη της γνώσης, ώστε να ‘περάσει’ στους αναγνώστες-μύστες ως τρόπος επανερμηνείας του κοινωνικού βιόκοσμου, ως μία ‘πορεία προς το γνωστό’. 

Ο Γρηγόρης Σακαλής συγκροτεί την ίδια την υποκειμενοποίηση της ποίησης και της ποιητικής πορείας: «συλλαμβάνει» τον υπόκωφο πόνο, την απελπισία που διατρέχει το σώμα, συστηματοποιεί την μη-ιεραρχική και αδιαμεσολάβητη απεύθυνση, αίρει τις διαμεσολαβήσεις του ευτρεπισμού, υποκειμενοποιώντας το κάθε φορά μείζον: έτσι, ως αντιστοίχιση με αυτές τις πλευρές του ΄κυτίου της ποίησης’ ο ποιητής αναπαριστά (όντας κοινωνικό ον), τις εικόνες που αντιστοιχούν στη βιωμένη ταξική εκμετάλλευση, ανοίγοντας δρόμους σε αυτό που αποκαλείται ‘ταξικά-κρισιακά φορτισμένη’ ποίηση. Πραγματικά, η «αναπαραγωγή» των ποιημάτων συμβαίνει στον πραγματικό ‘χώρο’ και χρόνο, «ρέει» ενσωματώνοντας προβληματισμούς, κινείται στον ΄χρόνο’ της προϊούσας κοινωνικοποίησης της τέχνης και της ποίησης, δίχως να αφίσταται από τη σύζευξη ανάλυσης-καταγραφής.

«Σκιτσογράφοι μας ζωγραφίζουν σαν καρικατούρες όμοιους ίδιους και απαράλλαχτους έτσι μας θέλουν κομμάτια σ’ ένα τεράστιο ατέλειωτο παζλ να τρώμε, να πίνουμε, να κοιμόμαστε να δουλεύουμε την πείνα μας να μη χορταίνουμε σ’ ένα παιχνίδι που κερδίζει πάντα ο δυνατός και τα παίρνει όλα μόνο τα ψίχουλα για τους αδύνατους που πέφτουν από το τραπέζι· είναι παλιό αυτό το παιχνίδι αιώνες τώρα παίζεται όμως άρχισαν τα πιόνια να μην υπακούουν και η τάξη διασαλεύεται». 

Ο ποιητής αφουγκράζεται την τρέχουσα κοινωνική συνθήκη και αφήγηση, «διασαλεύει» τις νόρμες που ορίζουν τη μηχανική της πειθάρχησης, «παίζει» με τους κανόνες μίας ευρύτερης απομυθοποιητικής διάστασης, «αποϊεροποιώντας», μέσω του «μηχανισμού» της ποίησης την εμπεδωμένη κανονικότητα-εξουσία. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής προοικονομεί την ποιητική του συνθήκη: και αυτό το επιτυγχάνει προσδίδοντας στην ποίηση του τις πτυχές μίας συνεχούς, αδιάλειπτης αλλά όχι μακροσκελούς αναπαράστασης ενός ΄μοντέλου’ που κατεβάζει την ποίηση στο πλήθος, (multitude), στις σημαίνουσες γωνίες των δρόμων, στους χώρους εργασίας, στο οικογενειακό τραπέζι, επιτελώντας την καίρια λειτουργία της συμπερίληψης όλων όσοι υφίστανται τον καθετοποιημένο αποκλεισμό. Ο ποιητής κάθε φορά διαλέγεται και αναμετράται με τις δεσπόζουσες προλήψεις και προσλήψεις, με τις συστηματικές αντιλήψεις που θέλουν την τέχνη ως ιερό τομέμ, ως σύμβολο των περίκλειστων τειχών και χώρων.

Ο συγκαιρινός και συμβολικός ‘χρόνος’ δίνει το έναυσμα στον ποιητή να αναπτύξει την τέχνη του, να συνθέσει και να συνυφάνει το άμεσο τώρα με το ‘κυτίο’ της μνήμης που κουβαλά εντός της τις φορτισμένες σταθμίσεις και επιλογές του παρελθόντος. Η κοινωνική ποίηση, η υφέρπουσα όσο και πραγματική συμπεριληπτική ποίηση είναι πανταχού παρούσα στο έργο του, συμβάλλοντας στην πορεία προς έναν διαρκή μετασχηματισμό του ανθρώπου-δρώντος.

«Θρυμματισμένες οι ψυχές πετάνε στον ουρανό. Μετά το διαβολικό μανιτάρι ερήμωσε ο τόπος ούτε άνθρωποι ούτε ζώα ούτε λουλούδι απέμεινε κάτι για να θυμίζει γήινο τοπίο όπου γεννήθηκε αγάπη και στοργή αλλά και πόνος δυστυχία ότι περιέχει η ζωή. Οι απειλές έγιναν πράξη το μέλλον ήρθε είναι παρόν πιο ζοφερό δεν έχει αυτή είναι η τελική λύση των δυνατών».  

Το μέλλον είναι εδώ, δυνατό, σκληρό, «αναπτυσσόμενο» πάνω στην απαστράπτουσα επιφάνεια της κοινωνικής ολότητας. Το ποιητικό υποκείμενο αφουγκράζεται τις θεσμίσεις του παλιού που «ενδύθηκε» τον μανδύα του νέου και του καινοτόμου στοιχείου. Διακρίνει τις ρήξεις και τις τομές, υποστασιοποιεί την ποίηση, προσδίδοντας της τα χαρακτηριστικά μίας ‘τέχνης’ ισχυρής και ριζοσπαστικής, μίας τέχνης που γειώνεται στο παρόν για να προδικάσει το μέλλον, το δικό της μέλλον. Η αντίστιξη, η διαιρετική τομή ‘ισχυρών-αδυνάτων’ ‘διαπερνά’ την ποιητική του συνθήκη, την ίδια στιγμή που γίνεται αντιληπτή η επιδίωξη μίας δομικής ανατροπής των επιφαινόμενων. Σε έναν έρημο τόπο, σε μία «έρημη χώρα», σε μία κινούμενη άμμο των βαλτωμένων υπάρξεων, ο ποιητής οριοθετεί το λόγο του, τη δράση και τη δομή της ποίησης του, έτσι που η περιεχομενική της διάσταση να είναι προσδιοριστική ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής.

Το ‘κυτίο των κρυφών ονείρων’ κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ κινούμενης αναπαράστασης και ποιητικής ανάκτησης της εμπειρίας ή των εμπειριών, μεταξύ στρωτής αφήγησης και ανατροπής των ιεραρχημένων ποιητικών εγκλήσεων και «φωνών», μεταξύ κοινωνικής-συλλογικής πράξης και ατομικής ιδιώτευσης. Ανάμεσα στις εκφάνσεις του ποιητικού του βίου, ξεπροβάλλει ακέραιος ο έρωτας ως συστατικό στοιχείο της βασικής συγκροτησιακής ταυτότητας του ποιητή, ο έρωτας ως θεμέλιος λίθος, ως ‘ιστός’ που ενώνει δύο ζωές, ανασημασιοδοτώντας ταυτόχρονα τη λογική και την διαδικασία διαμόρφωσης του πεπερασμένου βίου. Διαβεί στο τώρα, ανακαλώντας στη μνήμη του έρωτες παρελθόντων ετών, έρωτες που εντάσσονται όμως στο πεδίο της ιστορικής μνήμης, εκεί όπου διαπλέκονται σε ένα θαρρείς αξεδιάλυτο κουβάρι συγκρουσιακοί αγώνες και έρωτες, προσδοκίες και όνειρα, δυστοπίες μίας  ατελεύτητης αναμονής, σποραδικές αμφισβητήσεις μίας επαναστατικής τελεολογίας.

«Κάποιες φορές θα σ’ αγαπώ τις νύχτες όταν θα σκοτώνεις τους εφιάλτες μου κι άλλες φορές θα σ’ αγαπώ τις μέρες όταν πλάι μου θα στέκεσαι να δίνεις υπόσταση στα όνειρα μου τραγούδα αηδόνι μου ένα τραγούδι της ζωής του έρωτα και της αγάπης πέτα περιστέρι μου φέρε κλάδο ελαίας να σταματήσουν οι βροχές ζήσε αγάπη μου για να ζω κι εγώ».  Σε αυτό το κατά βάση ερωτικό ποίημα ο ποιητής μεταβαίνει στο βίωμα που προβάλλει ως έντονα λυτρωτικό, απαύγασμα μίας ολοκλήρωσης μέσα από τις οδύνες και τις χαρές που προκαλεί ο έρωτας.

Όμως, ο ποιητής δεν θέλει τον έρωτα μοναχικό. Αντιθέτως, τον εντάσσει στις εκφάνσεις της ολότητας του βίου, ‘έδαφος’ της πιο μεγάλης και ουσιαστικής μάχης: του αγώνα, της επιδίωξης σύνδεσης έρωτα και βιωμένης εσωτερικής και εξωτερικής εξέγερσης. Ο ποιητής γνωρίζει καλά ποια είναι τα όρια του ατελεύτητου βίου. Αναλύοντας τις στιγμές, ‘παίζει’ με τα όρια της «συντελούμενης τρέλας» που «εισβάλλει» στο βίο ωσάν περιθώριο που συμπυκνώνει όμως μία «νέα» τάξη.

Το «παιχνίδι» με την τρέλα είναι το «παιχνίδι» με τους αντεστραμμένους κώδικες της λογικής, της λογικής που πολλές φορές «γεννά» τους παραμορφωτικούς καθρέπτες της αντιστροφής της μνήμης, ή αλλιώς της συσσώρευσης της λήθης. Μπροστά στην επελαύνουσα καταστροφή, στο θάνατο που παραμονεύει την ύπαρξη, στο θάνατο που δεν τελειώνει τη ζωή, αλλά τον έρωτα που αποτελεί προϋπόθεση της ζωής,  στην αντιστροφή των μηνυμάτων, ο ποιητής αντιτάσσει την ποιητική σφαίρα ως συναρμογή των αντιθέτων, ως προϋπόθεση για την «ανάκτηση» του εαυτού και του άλλου. 

Διαμέσου του εργαλείου και της μηχανικής της ποίησης, «διασαλεύει» βέβηλα τις όψεις της ταξικής εξουσίας, ενέχει τον έρωτα-ζωή,  μετουσιώνει την μέγα-«εικόνα» της επανάστασης (που έρχεται και δεν έρχεται), προσφέρει την μυθοποιητική αφήγηση της: «μοναχική μέλισσα σφήκα που τσιμπάει τους δυνατούς και μοιράζει το λιγοστό της μέλι στους αδυνάτους».  Οι «ταξικά αδύνατοι» εμπεριέχονται οργανικά και δομικά στην ποίηση του, σκιαγραφώντας σχεσιακά την κρίση ως τάξη (τάξεις) που πλήττεται/πλήττονται.

Το ‘κυτίο των κρυφών ονείρων’ λειτουργεί ως καταφύγιο των μύχιων σκέψεων και πόθων που παράγει η «μήτρα» της ποιήσεως. Ο ποιητής δεν επιθυμεί την είσοδο του στων «ιδεών την πόλη», αλλά τη χαρτογράφηση νέων δρόμων, την υποστασιοποίηση του ρόλου της, τη διεύρυνση του παρεμβατικού της πεδίου. Κι ως παρεμβατικός ποιητής επικοινωνεί με το τρέχων γίγνεσθαι, με το αφήγημα που συγκροτείται μεθοδικό και συστηματικά.

Σχετικά Άρθρα